πρωσικός

πρωσικός
-ή, -ό, Ν [Πρώσος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πρώσους ή στην Πρωσία («πρωσικός στρατός»)
2. αυτός που προέρχεται από την Πρωσία («πρωσική γλώσσα»
[γλωσσ.] δυτική βαλτική γλώσσα που εξέλιπε από τον 17ο αιώνα)
3. φρ. α) «πρωσικό κυανό»
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης σιδηροκυανιούχος σίδηρος ή κυανό τού Βερολίνου, αλλ. κυανό τής Πρωσίας, β) «πρωσικό οξύ»
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης υδροκυάνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …   Dictionary of Greek

  • νιτροπρωσικός — ή, ό φρ. «νιτροπρωσικό άλας» χημ. συνοπτική ονομασία συμπλόκων αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitroprussiate < νιτρ(ο) * + πρωσικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”