- πρωσικός
- -ή, -ό, Ν [Πρώσος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πρώσους ή στην Πρωσία («πρωσικός στρατός»)2. αυτός που προέρχεται από την Πρωσία («πρωσική γλώσσα»[γλωσσ.] δυτική βαλτική γλώσσα που εξέλιπε από τον 17ο αιώνα)3. φρ. α) «πρωσικό κυανό»χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης σιδηροκυανιούχος σίδηρος ή κυανό τού Βερολίνου, αλλ. κυανό τής Πρωσίας, β) «πρωσικό οξύ»χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης υδροκυάνιο.
Dictionary of Greek. 2013.